Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ὦ Σημαία Γαλανὴ

Νὰ σαί πάντα δοξασμένη, ὦ Σημαία Γαλανὴ

Καθόμουν και έκλαιγα για την Ελλάδα.

«Καθόμουν και έκλαιγα για την Ελλάδα. Παναγιά μου βοήθα κι αυτή τη φορά τους Έλληνες» (Θόδωρος Κολοκοτρώνης)
Στις αρχές του 1827 η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές απο τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες 1821 

ΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ ΤΩ ΜΠΑΡΜΠΑΡΕΣΣΩ

ΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ ΤΩ ΜΠΑΡΜΠΑΡΕΣΣΩ
Ἥλιε, ποῦ βγαίνεις το ταχύ, 'ς οὖλον τον κόσμο δούδεις,
'ς οὖλον τον κόσμ' ἀνάτειλε, 'ς οὖλην την οἰκουμένη,
'ς τῷ Μπαρμπαρέσσω τοῖς αὐλαῖς, ἥλιε, μὴν ἀνατείλης,
κι' ἄν ἀνατείλης, ἥλιε μου, νὰ γοργοβασιλέψης,
γιατ' ἔχουν σκλάβους ἔμορφους, πολλά παραπονιάρους,
καὶ θὰ γραθοῦ οἱ γιαχτίδες σου ποῦ τῷ σκλάβῳ τα δάκρυα.
4
[Το ἆσμα διεκτραγωδεῖ τα δεινοπαθήματα τῶν Πελοποννησίων μετά την καταστολήν της ἐπαναστάσεως του 1769 ὑπὸ των ἐπιδραμόντων ἀλβανικῶν στιφῶν].
Τα παλληκάρια του Μοριά κ’ οἱ ἔμορφαις της Πάτρας
ποτές δὲν καταδέχονταν πεζοί νὰ περπατήσουν,
καὶ τώρα πώς κατάντησαν σκλάβοι 'ς τους Ἀρβανίταις!
Κλαίγουν οἱ μαύρη τὴ σκλαβιά, ὁποῦ εἶναι σκλαβωμένοι,
κλαίγουν καὶ τον ξεχωρισμό, το πώς θὰ ξεχωρίσουν.
Ο ζωντανός ὁ χωρισμός παρηγοριά δὲν ἔχει!
Ἀφήνει ἡ μάννα το παιδὶ καὶ το παιδί τὴ μάννα,
χωρίζει κ’ ἐν’ ἀντρόγυνο, μία μέρα ἀνταμωμένο.

ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΟ

ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΟ





[Κατά την πρώτην ἐκστρατείαν αὐτοῦ κατά του Σουλίου (τον Ἰούλιον του 1792) ὁ Ἀλή πασᾶς ἦτο βέβαιος ὅτι θὰ καθυποτάξη τους Σουλιῶτας, καταλαμβάνων αὐτούς ἀνύποπτους καὶ ἀπαρασκεύους. Διότι, προσποιηθείς ὅτι ἐκστρατεύει κατά του Ἀργυροκάστρου, ἐζήτησε την συνδρομήν τῶν Σουλιωτῶν, οἵτινες παρεπλανήθησαν μὲν ἐκ τῶν λόγων του, ἀλλὰ δέν τῷ ἀπέστειλαν εἰμὴ 70 ἐπιλέκτους ὑπὸ τον Λαμπρόν Τζαβέλαν. 
Τούτους ἀφοπλίσας καὶ φυλακίσας ὁ ἄπιστος Ἀλής, ἐστράφη κατά του Σουλίου, μετά δυνάμεως δωδεκακισχιλίων περίπου πεζῶν καὶ ἱππέων. Ἀλλ’ εἰς τῶν Σουλιωτῶν κατορθώσας νὰ διαφύγη, ἐμήνυσε το πρᾶγμα εἰς τους συμπολίτας του, οἵτινες ὑπὸ την ὁδηγίαν του Γεώργη Μπότσαρη (του πατρός του Μάρκου) ὀργάνωσαν κρατεράν ἄμυναν. 
Ο στρατός του Ἀλή συνετρίβη εἰς τας κλεισωρεῖας του Σουλίου την 20 Ἰουλίου 1792, ὁ δὲ Ἀλής διεσώθη φυγών εἰς Ἰωάννινα. 
Εἰς την νίκην συνετέλεσαν μεγάλως αἱ Σουλιώτισσαι, διότι τετρακόσιαι περίπου ὑπὸ την ἀρχηγίαν της Μόσκως Τζαβέλαινας (της γυναικός του Λάμπρου) ὀπλισθεῖσαι μετέσχον της μάχης.
 Μετά την ἧτταν ὁ Άλής ἠναγκάσθη νὰ συνθηκολογήση πρὸς τους Σουλιῶτας].

Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω ἀπὸ το Σούλι.
Το ‘νὰ ναί του Μουχτάρ πασᾶ, τάλλο του Σελιχτάρη,
το τρίτο το καλύτερο εἶναι του Μιτσομπόνου.
Μία παπαδιά τ' ἀγνάντεψε ναπό ψήλη ραχούλα.
"Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού ‘στε νοῖ Μποτσαραίοι;
Ἀρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει νὰ μας σκλαβώση.
- Ἄς ἔρτουν οἱ παλιότουρκοι, τίποτε δὲ μας κάνουν
Ἄς ἔρτουν πόλεμο νὰ ἰδοῦν καὶ Σουλιωτῶν τουφέκια,
νὰ μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τ’ ἅρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως".
Κι’ ὁ Κουτσονίκας φώναξεν ἀπὸ το μετερίζι,
"Παιδιά, σταθῆτε στέρεα, σταθῆτε ἀντροειωμένα,
γιατ' ἔρχεται ὁ Μουχτᾶρ πασᾶς με δώδεκα χιλιάδες".
Ο πόλεμος άρχίνησε κι’ ἀνάψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα καὶ τον Μπότσαρη ἐφώναξε ὁ Τζαβέλας.
"Παιδιά μ', ήρθ' ὥρᾳ του σπαθιοῦ κι’ ἄς πάψη το τουφέκι".
Κι' ὅλοι ἔπιασαν καὶ σπάσανε τοῖς θήκαις τῷ σπαθιώ τους,
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σὰν κριάρια.
Ἄλλοι ἔφευγαν κι' ἄλλοι ἔλεγαν "Πασᾶ μου, ἀνάθεμα σε!
Μέγα κακό μας ἔφερες τοῦτο το καλοκαίρι,
ἐχάλασε τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι’ Ἀρβανίταις.
Δὲν είν' ἐδῶ το Χόρμοβο, δὲν είν' ἡ Λαμποβίτσα,
ἐδῶ είν' το Σούλι το κακό, ἐδῶ είν' το Κακοσούλι,
ποὺ πολεμοῦν μικρά παιδιά, γυναῖκες σὰν τους ἄνδρες,
ποὺ πολεμάει η Τζαβέλαινα σὰν ἄξιο παλληκάρι".
Κι' ὁ Μπότσαρης ἐφώναξε με το σπαθί 'ς το χέρι.
"Ἔλα, πασᾶ, τι κάκιωσες καὶ φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ’ ἐδῶ 'ς τον τόπο μας 'ς την ἔρημη την Κιάφα,
ἐδῶ νὰ στήσης το θρονί, νὰ γένης καὶ σουλτᾶνος".











ΤΗΣ ΛΕΝΩΣ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

ΤΗΣ ΛΕΝΩΣ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
(1804)


[Μετά την παράδοσιν του Σουλίου διὰ της συνθήκης της 12 Δεκεμβρίου 1803, δι' ᾖς ἐπετρέπετο εἰς τους Σουλιώτας νὰ μεταθῶσιν ἔνοπλοι ὁποῦ ἤθελον, ὁ Ἀλή πασᾶς παρασπονδήσας ἐπεχείρησε νὰ ἐξοντώση τους ἐπιζήσαντας. Τούτων ὁ Κίτσος Βότσαρης φεύγων την δίωξιν ἦλθεν εἰς Βουλγαρέλι τῶν Τσουμέρκων, ἀλλὰ βλέπων ὅτι καὶ ἐκεῖ διέτρεχε κίνδυνον νὰ κυκλωθῆ ὑπὸ των Ἀλβανῶν, παρέλαβε πάντας τους ἐκεῖ Σουλιώτας, ἀνερχόμενους εἰς 1148, καὶ κατέφυγε την 22 Δεκεμβρίου εἰς τα Ἄγραφα, εἰς μονήν τινα ἐπὶ Ἀποκρήμνου βράχου. Πολιορκηθείς ἐν αὐτή ὑπὸ ἰσχυράς δυνάμεως του Ἀλή, ἀντέστη ἐπὶ τέσσαρας μήνας, ἀλλὰ περί τα μέσα του Ἀπριλίου 1804 οἱ Ἀλβανοί κατέλαβον διὰ προδοσίας την μονήν καὶ κατέσφαξαν τους ἐν αὐτή, πλὴν 80 περίπου ἀνδρῶν καὶ δύο γυναικών, διαφυγόντων μετά του ἀρχηγοῦ. Η Λένω, εἰς ἦν ἀναφέρεται το τραγούδι, δεκαπενταέτις θυγάτηρ του Κίτσου Βότσαρη ἐκ πρώτου γάμου, ἐπολέμει εἰς την μονήν παρά το πλευρόν του ἀδελφοῦ της Γιαννάκη· φονευθέντος δὲ τούτου, μετέβη πλησίον του θείου της Νίκζα, πολεμοῦντος παρά τον Ἀχελῶον, καὶ ἐφόνευσε πολλούς Τούρκους. Ἀλλὰ περικυκλωθεῖσα ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, ὅπως μὴ συλληφθῆ, ἔπεσεν εἰς τον ποταμόν καὶ ἐπνίγη].
Ὅλαις οἱ καπετάνισσαις ἀπὸ το Κακοσούλι
ὅλαις την Ἅρτα πέρασαν, 'ς τα Γιάννινα τοῖς πᾶνε,
σκλαβώθηκαν οἱ ἀρφαναῖς, σκλαβώθηκαν οἱ μαύραις,
κ’ η Λένω δὲν ἐπέρασε, δέν την ἐπῆραν σκλάβα.
Μόν πῆρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κ' ἐγγλέζικα κουμποῦρια,
ἔχει καὶ ‘ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τοῦρκοι την κυνηγοῦν, πέντε τζοχανταραῖοι.
Τοῦρκοι, γιὰ μὴν παιδεύεστε, μὴν ἔρχεστε σιμά μου,
σέρνω φυσέκια 'ς την ποδιά καὶ βόλια 'ς τοῖς μπαλᾶσκαις
-Κόρη, γιὰ ρηξε τάρματα, γλύτωσε τὴ ζωή σου.
-Τι λέτε, μωρ' παλιότουρκοι καὶ σεῖς παλιοζαγάρια;
Ἐγὼ εἶμαι η Λένω Μπότσαρη, ἡ ἀδελφὴ του Γιάννη,
καὶ ζωντανή δὲν πιάνουμε εἰς των Τουρκῶν τα χέρια".













ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ


ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
(1819)
[Ή Πάργα τελευταία τῶν πόλεων της Στερεάς καὶ της Πελοποννήσου ὑπεδουλώθη εἰς τους Τούρκους. Ταχθεῖσα ἀπὸ τῶν ἀρχῶν του ΙΕ' αἰῶνος ὑπὸ την προστασίαν τῶν Ἐνετῶν, μετά την κατάλυσιν της “'Ενετικής πολιτείας περιῆλθε μετά τῶν Ἰονίων νήσων εἰς την κατοχήν τῶν Γάλλων. 
Ἀλλά τῷ 1814 παρεδόθη εἰς τους Ἄγγλους, οἵτινες βραχύν μόνον χρόνον την ἐκράτησαν, ἀπεμπολήσαντες αὐτὴν εἰς τους Τούρκους τῷ 1817. 
Πρὸ της παραδόσεως αὐτῆς, συντελεσθείσης την 28 Ἀπριλίου 1819, οἱ Παργινοί, εἰς τετρακισχιλίους ἀνερχόμενοι, κατέλιπον την πατρίδα των, ἀφοῦ προηγουμένως ἀνασκάψαντες τους πατρώους τάφους συνήθροισαν τα ὀστᾶ καὶ τα ἔκαψαν εἰς την πλατεῖαν της ἀγορᾶς διὰ νὰ μὴ βεβηλωθοῦν ὑπὸ τῶν Ἀλβανῶν].


Α'
Μαύρῳ πουλάκι, πόρχεσαι ἀπὸ τ' ἀντικρὺ μέρη,
πὲς μου τί κλάψαις θλιβεραῖς, τί μαῦρα μοιρολόγια
ἀπὸ τὴν Πάργα βγαίνουνε, ποῦ τὰ βουνὰ ραγίζουν;
Μῆνα τὴν πλάκωσε Τουρκιὰ καὶ πόλεμος τὴν καίει;
-Δὲν τὴν ἐπλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δὲν τὴν καίει
-Τοὺς Παργινοὺς ἐπούλησαν σὰ γίδια, σὰ γελάδια,
κι' ὅλοι 'ς τὴν ξενιτειὰ θὰ πᾶν νὰ ζήσουν οἱ καϊμένοι.
Τραυοῦν γυναῖκες τὰ μαλλιά, δέρνουν τάσπρα τοὺς στήθια, μοιριολογοῦν οἱ γέροντες μὲ μαῦρα μοιρολόγια,
παπᾶδες μὲ τὰ δάκρυα γδύνουν ταῖς ἐκκλησιαίς τους.
Βλέπεις ἐκείνῃ τὴ φωτιά, μαῦρο καπνὸ ποὺ βγάνει;
Ἐκεῖ καίγονται κόκκαλα, κόκκαλα ἀντρειωμένων,
ποὺ τὴν Τουρκιὰ τρομάξανε καὶ το βεζίρη κάψαν.
Ἐκεῖ ναὶ κόκκαλα γονιοῦ, ποὺ τὸ παίδι τὰ καίει,
νὰ μὴν τὰ βροῦνε οἱ Λιάπηδες, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.
Ἀκοῦς τὸ θρῆνο τὸν πολύν, ὁποῦ βογγοῦν τὰ δάση,
καὶ το δαρμὸ ποῦ γίνεται, τὰ μαῦρα μοιρολόγια;
Εἶναι π' ἀποχωρίζονται τὴ δόλια τὴν πατρίδα,
φιλοῦν τοῖς πέτραις καὶ τὴ γῆ κι' ἀσπάζονται τὸ χῶμα.
Β'
Τρία πουλιὰ ἀπ' τὴν Πρέβεζα διαβήκανε 'ς τὴν Πάργα,
τὸ νὰ κυττάει τὴν ξενιτειά, τάλλο τὸν Ἄη Γιαννάκη,
τὸ τρίτο τὸ κατάμαυρο μοιριολογάει καὶ λέει.
"Πάργα, Τουρκιὰ σὲ πλάκωσε, Τουρκιὰ σὲ τριγυρίζει.
Δὲν ἔρχεται γιὰ πόλεμο, μὲ προδοσία σὲ παίρνει.
Βεζίρης δὲ σ' ἐνίκησε μὲ τὰ πολλὰ τασκέρια.
Ἔφευγαν Τοῦρκοι σὰ λαγοὶ τὸ Παργινὸ τουφέκι,
κ' οἱ Λιάπηδες δὲν ἤθελαν νὰ ρτοὺν νὰ πολεμήσουν.
Εἶχες λεβένταις σὰ θεριά, γυναῖκες ἀντρειωμέναις,
πότρωγαν βόλια γιὰ ψωμί, μπαρούτι γιὰ προσφάγι.
Τάσπρα πουλήσαν τὸ Χριστό, τάσπρα πουλοῦν καὶ σένα."
Πᾶρτε, μαννᾶδες, τὰ παιδιά, παπᾶδες τοὺς ἁγίους. Ἄστε, λεβένταις, τάρματα κι' ἀφῆστε τὸ τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, ὅλα σας τὰ κιβούρια,
καὶ ταντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε τοῦ γονιοῦ σας
Τούρκους δὲν ἐπροσκύνησαν, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.