Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Τὰ γεγονότα στὴν Πάτρα, 21 Μαρτίου 1821


Γενομένου δὲ γνωστοῦ τοῦ συμβάντος τούτου, ὅπερ καὶ ἡ φήμη καὶ οἱ ἐπικρατοῦντες φόβοι ἐμεγάλυναν, οἱ μὲν ἕν Βοστίτση Τοῦρκοι διεπορθμεύθησαν ὅλοι ἀβλαβεῖς καὶ ἀνεμπόδιστοι σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις εἰς Γαλαξείδι, καὶ κατέφυγαν εἰς Σάλωνα ὅπου ἦσαν ἱκανοὶ Τοῦρκοι·

οἱ δὲ ἐν Πάτραις, οἵτινες καὶ ἀφ' ὅτου ἔμαθαν, ὅτι οἱ Ἀχαιοὶ ἀπεποιήθησαν νὰ μεταβῶσιν εἰς Τριπολιτσάν, εἶχαν ἀρχίσει νὰ μεταφέρωσι τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των εἰς τὴν ἀκρόπολιν, ἐγκατέλειψαν τὴν πόλιν καὶ συνεκλείσθησαν τὴν 21 Μαρτίου, μήτε πολεμοῦντες μήτε πολεμούμενοι.

 Τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἀνέβησαν ἔνοπλοι ἕως 100 Τοῦρκοι ἐκ τοῦ Ρίου εἰς τὴν πόλιν τουφεκίζοντες· τινὲς δὲ αὐτῶν ἐμβάντες εἵς τί ρακοπωλεῖον κατὰ τὴν ἐνορίαν τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀφ' οὖ ἐμέθυσαν, ἔχυσαν ρακὴν ἔν τινι λεκάνη καὶ ἐμβάψαντες τὰ παρευρεθέντα παλαιόπανα, τὰ ἄναψαν, καὶ δι' αὐτῶν ἔκαυσαν τὸ ρακοπωλεῖον· ἐφόνευσαν καὶ τὸν ρακοπώλην· ἐκεῖθεν ὑπῆγαν νὰ πατήσωσι τὴν οἰκίαν τοῦ Παπαδιαμαντοπούλου· ἀλλ' εὑρόντες ἀντίστασιν, αὐτοὶ μὲν τὴν ἐπολέμουν κάτωθεν, οἱ δὲ ἐν τὴ ἀκροπόλει τὴν ἐκανονοβόλουν ἄνωθεν.
 Ἐν τοσούτῳ αἱ φλόγες τοῦ ρακοπωλείου διεδόθησαν καὶ πολλαὶ οἰκίαι ἐκάησαν. Ἦσαν πάμπολλοι Ἐπταννήσιοι ἐν τῇ πόλει, ἐξ ὧν πολλοὶ Φιλικοί.
Οὗτοι ἀκούσαντες τὸν τουφεκισμὸν καὶ βλέποντες τὰς φλόγας ὡπλίσθησαν καὶ ἔτρεξαν εἰς διάφορα μέρη· τινὲς δὲ αὐτῶν, παραλαβόντες καὶ τινας Πατρεῖς, ἐπροχώρησαν εἰς το Τάσι ὅπου συνήθως συνηθροίζοντο οἱ Τοῦρκοι· ἐκεῖ συνεκρούσθησαν κατὰ πρώτην φοράν, καὶ ἐσκοτώθῃ ὁ Κεφαλλὴν Βασίλης Ὀρκουλάτος.

Ἐκεῖθεν ἀπεσύρθησαν οἱ Ἐπταννήσιοι πρὸς τὴν ἐνορίαν τοῦ ἁγίου Γεωργίου κατοικουμένην ὅλην ὑπὸ Χριστιανῶν κατὰ τὰ δυτικὰ ἄκρα τῆς πόλεως, ὅπου ἦσαν τὰ προξενεῖα. Τὸ δ' ἑσπέρας τῆς αὐτῆς ἡμέρας ὁ πρόξενος τῆς Ρωσσίας Βλασσόπουλος, καὶ ὁ πρόξενος τῆς Σουηδίας Στράνης, κατοικοῦντες ὄχι μακρὰν τῆς ἀκροπόλεως καὶ φοβούμενοι τὴν ὀργὴν τῶν Τούρκων ὑποπτευόντων αὐτούς, καὶ δικαίως, ὡς συνωμότας, ἐγκατέλιπαν τὰς οἰκίας των καὶ διεσώθησαν εἰς τὰ πλοῖα· ἀπέπλευσαν δὲ μετ' ὀλίγας ἡμέρας, καὶ συναπέπλευσε καὶ ὁ προξενος της Πρωσσίας Κοντογούρης, φίλος καὶ αὐτὸς τοῦ ἀγῶνος.
Τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἦλθεν εἰς τὸ μέσον ἔνοπλος ὁ ἐντόπιος Παναγιώτης Καρατσάς, ἁπλοῦς τεχνίτης ἕως τότε, καὶ πολλὴν ἐξ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ κινήματος ὑπόληψιν ἀποκτήσας διὰ τὴν ἀνδρίαν καὶ τὸν πατριωτισμόν του. Οὗτος θέλων νὰ δώσῃ καιρὸν νὰ παραμερίσωσιν οἱ Πατρεῖς τὰ φίλτατα καὶ τὰ πράγματά των διὰ νυκτός, συννοηθεὶς καὶ μετὰ τοῦ Ν. Γερακάρη ἑνὸς τῶν ἀρχηγῶν τῶν Ἐπταννησίων, διέσπειρεν ἀνθρώπους εἰς διάφορα μέρη τῆς πόλεως φωνάζοντας δι' ὅλης τῆς νυκτός, «γρηγορεῖτε», ἐπὶ σκοπῷ νὰ ὑποθέτωσιν οἱ Τοῦρκοι, ὅτι Ἕλληνες ἦσαν πολλοὶ καὶ προσεκτικοί, καὶ νὰ μὴ τολμήσωσι νυκτικὴν ἐπέξοδον. Τοιουτοτρόπως κατωρθώθῃ ὁ φιλάνθρωπος οὗτος σκοπός.


ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ








Η κήρυξη τὴς Ἐπανάστασης στήν Πάτρα, 22 Μαρτίου 1821



Τὴν δὲ ἐπαύριον (22) οἱ Τοῦρκοι εὑρέθησαν ὅλοι συνηγμένοι ἐν τὴ ἀκροπόλει, ὅπου διέμειναν κανονοβολούντες τὴν πόλιν. Ἐν τοσούτω οἱ πέριξ σημαντικοί Ἀχαιοί, μαθόντες τὰ ἐν Πάτραις συμβάντα, ἔσπευσαν νὰ εἰσέλθωσι συμπαραλαβόντες ὅσους ἐδυνήθησαν ἐκ τοῦ προχείρου ὁπλοφόρους· καὶ πρώτος μέν εἰσῆλθε περί τὴν μεσημβρίαν ὁ Παπαδιαμαντόπουλος, μετ’ αὐτὸν δὲ ὁ Λόντος ὑπό ἐρυθράν σημαίαν, ἡν κατεσκεύασεν ὣς ἔτυχε καί ὡς ἤθελε τὴν ὥραν ἐκείνην, ἔχουσαν ἐν τῶν μέσῳ μέλανα σταυρόν ἐφ’ ἐνὸς μόνου προσώπου.
Ἐξ αἰτίας δὲ του χρώματος τῆς σημαίας οἱ ἐν τῶ φρουρίω Τοῦρκοι ἐξέλαβαν τοῦς εἰσερχομένους ὡς Λαλιώτας Τούρκους, διότι ὁ ἐπὶ τοῦ ἑνός προσώπου τής σημαίας σταυρός δὲν ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἀκροπόλεως· τοῦς ἐχαιρέτησαν δὲ καὶ ὡς συναδέλφους τῶν κανονοβολοῦντες. Εἰσήλθαν τὴν αὐτὴν ἡμέραν καὶ ὁ Π. Πατρῶν, ὁ Κερνίτσης, ὁ Ζαήμης, καὶ ὁ Ῥοῦφος, ἐπισύροντες πλήθη ὁπλοφόρων καὶ ροπαλοφόρων· ἐπί δὲ τῆς εἰσόδου οἱ Πατρεῖς καί οἱ παρεπιδημούντες Ἕλληνες ἐκραύγαζαν ἐνθουσιώντες: Ζήτω ἡ ἐλευθερία, ζήτωσαν οἱ ἀρχηγοί καί εἰς τὴν Πόλιν νὰ δώση ὁ Θεός.
Είσελθόντες δέ οἱ ἀρχηγοί κατέλαβαν τὸ πρὸς τὸν ἅγιον Γεώργιον μέρος τῆς πόλεως, ὅπου ᾖσαν οἱ Ἐπταννήσιοι. Ὁ δὲ Π. Πατρῶν διέταξε καὶ ἔστησαν ἐπί τῆς πλατείας του ἁγίου Γεωργίου σταυρόν, ον ἔτρεχαν καὶ ἠσπάζοντο οἱ παρευρεθέντες, ὀρκιζόμενοι τον ὑπέρ πίστεως καὶ πατρίδος ὅρκον. Ἐμοίρασαν δὲ οἱ ἀρχηγοί καὶ ἐθνόσημα ἐξ ἐρυθροῦ ὑφάσματος φέροντα σταυρόν κυανόχρουν, διέταξαν καὶ τοῦς ἰστοποιούς νὰ τυπώσωσι σημαίας πρὸς χρήσιν τῶν παρόντων ὁπλοφόρων, καὶ ἀποστολὴν εἰς ἄλλα μέρη, ἐξέδωκαν παντοῦ ἐπαναστατικάς προκηρύξεις, ἔγραψαν τοῖς ἐντός καὶ ἐκτός τῆς Πελοποννήσου νὰ δράξωσι τα ὄπλα, καὶ ἔστειλαν πρὸς τοῦς ἐν Πάτραις ἐδρεύοντας προξένους τὴν ἀκόλουθον ἐγκύκλιον.
«Ἡμεῖς, τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος τῶν Χριστιανῶν, βλέποντες ὅτι μᾶς καταφρονεῖ τὸ ὀθωμανικόν γένος, καὶ σκοπεύει ὄλεθρον ἐναντίον μᾶς πότε μ’ ἔνα πότε μ’ ἄλλον τρόπον, ἀπεφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ ἀποθάνωθεν ὅλοι ἡ νὰ ἐλευθερωθώμεν, και τούτου ἔνεκα βαστούμεν τα ὅπλα εἰς χεῖρα ζητοῦντές τα δικαιώματα μας. Ὄντες λοιπόν βεβαιοῖ ὅτι ὅλα τα χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαια μας, καὶ ὄχι μόνον δὲν θέλουν μας ἐναντιωθή, ἁλλὰ καὶ θέλουν μᾶς συνδράμει, καὶ ὅτι ἔχουν εἰς μνήμην ὅτι οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί μᾶς ἐφάνησαν ποτε ὠφέλιμοι εἰς τὴν ἀνθρωπότητα, διά τοῦτὸ εἰδοποιούμεν τὴν ἐκλαμπρότητά σας, καὶ σᾶς παρακαλοῦμέν νὰ προσπαθήσετε νὰ ήμεθα ὑπὸ τὴν εὔνοιαν καὶ προστασίαν του μεγάλου κράτους τούτου»

Η απελευθέρωση της Καλαμάτας και της Βοστίτσας (Αίγιο), στις 23-3-1821


Η απελευθέρωση της Καλαμάτας και της Βοστίτσας (Αίγιο), στις 23-3-1821
ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Την 23η Μαρτίου επαναστατικές δυνάμεις των Μανιατών του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, άλλοι Μανιάτες καπεταναίοι και ο Θ. Κολοκοτρώνης φτάνουν έξω από την Καλαμάτα. Από τους βορειοανατολικούς λόφους προσεγγίζουν την πόλη, ξεκινώντας από το μοναστήρι της Βελανιδιάς, κι άλλες δυνάμεις, με επικεφαλής τους Παπαφλέσσα και Αναγνωσταρά.



Ήδη από την προηγουμένη, 22 Μαρτίου, βρισκόταν στην πόλη δύναμη 2.500 Μανιατών, με επικεφαλής το γιο του Πετρόμπεη Ηλία και τους αδερφούς του Αντώνη και Γιάννη, και με πρόσχημα την προστασία του βοεβόδα της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγά Αρναούτογλου.
Ο Αρναούτογλου, ανήμπορος πλέον να αντιδράσει, αναγκάζεται να παραδοθεί αμαχητί και με όρο τη διασφάλιση της ζωής των Τούρκων.
Το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου, οι δυνάμεις των εξεγερμένων Ελλήνων, με ηγέτες τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά, Αναγνωσταρά, Μητροπέτροβα και πολλούς άλλους οπλαρχηγούς της ευρύτερης περιοχής της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, θα συγκεντρωθούν σε παρόχθιο του Νέδοντα ναό [των Αγίων Αποστόλων (κρατούσα άποψη) ή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, (νεότερη και στηριζόμενη σε σημαντικά δεδομένα)], όπου θα τελεστεί δοξολογία.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, στο ναό των Αγίων Αποστόλων (κρατούσα άποψη) θα τελεστεί δοξολογία, στην οποία 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν τις σημαίες των αγωνιστών και τους όρκισαν για τον απελευθερωτικό αγώνα. Στην εικόνα, αναπαράσταση της δοξολογίας, σε πίνακα του Ε. Δράκου.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, τμήματα των επαναστατημένων Ελλήνων κατευθύνθηκαν προς τη Σκάλα Μεσσηνίας και την Καρύταινα (με επικεφαλής τον Θ. Κολοκοτρώνη), προς την Τριπολιτσά (με τους Παπαφλέσσα, Αναγνωσταρά και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη) και προς τις Κορώνη και Μεθώνη.
Στην πόλη παρέμειναν Μανιάτες οπλαρχηγοί και ντόπιοι δημογέροντες.
Επακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών, που αποφάσισαν τη δημιουργία μιας επαναστατικής επιτροπής, την οποία ονόμασαν «Μεσσηνιακή Γερουσία», για τον καλύτερο συντονισμό του αγώνα.
Η ηγεσία της ανατέθηκε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφερε τον τίτλο Αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού στρατού.
Την ίδια μέρα, η «Μεσσηνιακή Γερουσία», με Προκήρυξή της προς την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, γνωστοποιεί ότι οι Πελληνεύς ξεσηκώθηκαν για την ελευθερία τους.
Το κείμενο της Προκήρυξης, το πρωτότυπο της οποίας σώζεται στα αρχεία του Foreign Office (βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών), είναι το εξής:

Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς, εκ μέρους του φιλογενούς αρχιστρατήγου των Σπαρτιατικών στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου.
«Ο ανυπόφορος ζυγός της Οθωμανικής τυραννίας εις το διάστημα ενός και επέκεινα αιώνος, κατήντησεν εις μίαν ακμήν, ώστε να μην μείνη άλλο εις τους δυστυχείς Πελοποννησίους Γραικούς, ει μη μόνον πνοή και αυτή δια να ωθή κυρίως τους εγκαρδίους των αναστεναγμούς.
Εις τοιαύτην όντες κατάστασιν στερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα, και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων. Πάσα προς αλλήλους μας φατρία και διχόνοια, ως καρποί της τυραννίας απερρίφθησαν εις τον βυθόν της λήθης, και άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας.
Αι χείρες ημών αι δεδεμέναι μέχρι του νυν από τας σιδηράς αλύσσους της βαρβαρικής τυραννίας, ελύθησαν ήδη, και υψώθηκαν μεγαλοψύχως και έλαβον τα όπλα προς μηδενισμόν της βδελυράς τυραννίας.
Οι πόδες ημών οι περιπατούντες εν νυκτί και ημέρα εις τας εναγκαρεύσεις τας ασπλάγχνους τρέχουν εις απόκτησιν των δικαιωμάτων μας. Η κεφαλή μας η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον ζυγόν τον απετίναξε και άλλο δεν φρονεί, ει μη την Ελευθερίαν.
Η γλώσσα μας η αδυνατούσα εις το να προφέρη λόγον, εκτός των ανωφελών παρακλήσεων, προς εξιλέωσιν των βαρβάρων τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει και κάμνει να αντηχή ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της Ελευθερίας.
Εν ενί λόγω απεφασίσαμεν, ή να ελευθερωθώμεν, ή να αποθάνωμεν. Τούτου ένεκεν προσκαλούμεν επιπόνως την συνδρομήν και βοήθειαν όλων των εξευγενισμένων Ευρωπαίων γενών, ώστε να δυνηθώμεν να φθάσωμεν ταχύτερον εις τον Ιερόν και δίκαιον σκοπόν μας και να λάβωμεν τα δίκαιά μας.
Να αναστήσωμεν το τεταλαιπωρημένον Ελληνικόν γένος μας. Δικαίω τω λόγω η μήτηρ μας Ελλάς, εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε, απαιτεί ως εν τάχει την φιλάνθρωπον συνδρομήν σας, και ευέλπιδες, ότι θέλει αξιωθώμεν, και ημείς θέλομεν σας ομολογή άκραν υποχρέωσιν, και εν καιρώ θέλομεν δείξη πραγματικώς την υπέρ της συνδρομής σας ευγνωμοσύνην μας.»

1821 Μαρτίου 23 εν Καλαμάτα.

Εκ του Σπαρτιατικού Στρατοπέδου
Πέτρος Μαυρομιχάλης,
αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και
Μεσσηνιακού στρατού.

Το πρωτόκολλο της Πετρούπολης, 23 Μαρτίου 1826

Το πρωτόκολλο της Πετρούπολης, 23 Μαρτίου 1826
Έβλεπε, λοιπόν, ο Νικόλαος πως τα βρετανικά δάνεια, ελέω Γ. Κάννιγκ, της διετίας 1824 – 1825 είχαν αυξήσει την αγγλική επιρροή στους επαναστάτες και, επιπλέον, ότι η Ρώσικη Αυλή είχε ενοχληθεί από την «Πράξη Υποτέλειας» του θέρους του 1825. Και ενώ τα κατοπινά χρόνια, ο ίδιος ο Τσάρος θα δώσει, για εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων και με «πατρική – κατά το Μαρξ – πρόνοια» στους Έλληνες για Κυβερνήτη τον Καποδίστρια και θα βοηθήσει την ελληνική ανεξαρτησία, με τσαρική, λοιπόν, πρωτοβουλία, ανακινείται διπλωματικά το ελληνικό ζήτημα.



Στις 23/3 (ή 4/4)/1826 ο Άγγλος διπλωμάτης και στρατηγός Wellington, που είχε μεταβεί στη Ρωσία για να συγχαρεί το νέο Τσάρο, κι ο Ρώσος πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Nesselrod υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και συμφωνούν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία ενιαίου ελληνικού κράτους, υποτελούς, όμως, στο Σουλτάνο, καθορίζοντας, όμως, οι δυο δυνάμεις (Αγγλία & Ρωσία) τους όρους του ελληνοτουρκικού συμβιβασμού. Παράλληλα, δηλώνουν πως θα δεχτούν τη σύμπραξη και των άλλων δυνάμεων. Ο Τσάρος, με την υπογραφή του εν λόγω Πρωτοκόλλου, είχε πετύχει στο στόχο του, να πετύχει την ειρήνευση στην Ελλάδα χωρίς να έρθει σε αντιπαράθεση με την Αγγλία.
Με το πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826), εγκαταλείφθηκε πια το σχέδιο των 3 ηγεμονιών, εξοβελίζονταν η Αυστρία και ο Μέττερνιχ από τον κατάλογο των άμεσα ενδιαφερομένων για την Επανάσταση των Ελλήνων, αποτρεπόταν – προς το παρόν – ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, ουσιαστικά κατέλυε την «Ι.Σ.». Ήταν το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στους Έλληνες μνημονεύοντας το όνομα «Ελλάδα» και της εξασφάλιζε αυτονομία με ντόπιους αιρετούς άρχοντες και καταβολή φόρου υποτέλειας. Πάντως, το πρωτόκολλο θεωρείται ρωσική επιτυχία, καθώς δεν ικανοποίησε το Γ. Κάννιγκ κι η φίλα προσκείμενη στο σύμμαχο του Σουλτάνου, Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, Γαλλία θα συμφωνήσει με τις άλλες δυο δυνάμεις μόνο μετά τη συνθήκη του Αckerman (7/10/1826: πλήρης αποδοχή από την Υψηλή Πύλη των ρωσικών αξιώσεων, μ’ αντάλλαγμα τη μη ρωσική ανάμειξη στο ελληνικό ζήτημα) και την επίμονη άρνηση της Τουρκίας να δεχτεί ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Στις 3 Απριλίου του 1770 γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης



Στις 3 Απριλίου του 1770 γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μια από τις μεγαλύτερες μορφές του 1821, γνωστός και ως ο Γέρος του Μοριά. Διακρίθηκε για την στρατηγική του σκέψη, το θάρρος του, την αγαθή του καρδιά και τον έντιμο χαρακτήρα του. Πίστευε στον Θεό κι έλεγε: “Έλληνες, ο Θεός υπέγραψε για την ελευθερία της πατρίδος και δεν την παίρνει πίσω την υπογραφή του" και στον λόγο στην Πνύκα ότι πολέμησαν "πρώτα Υπέρ Πίστεως και έπειτα Υπέρ Πατρίδος".

Κατά τα Ορλωφικά, η γυναίκα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, είχε βρει καταφύγιο στα βουνά. Εκεί, στις 3 Απριλίου του 1770 γέννησε τον Θεόδωρο "εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την πάλαιαν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι".
Αποτέλεσμα εικόνας για ο 1785 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε αρματωλός και το 1790

ο 1785 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε αρματωλός και το 1790


Αποτέλεσμα εικόνας για ο 1785 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε αρματωλός και το 1790

Το 1785 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε αρματωλός και το 1790 παντρεύτηκε την Αικατερίνη Καρούσου, κόρη του προεστού του Λεονταρίου. Έγινε Κλέφτης στην Πελοπόννησο, ξεχώρισε για την ανδρεία του κι έγινε πρωτοπαλίκαρο του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Το 1792 βοήθησε, μαζί με τον Ζαχαριά, τον Ανδρούτσο (πατέρα του Οδυσσέα) στην υποχώρησή του προς τα βόρεια του Μοριά.
Οι Κλέφτες είχαν δυναμώσει πολύ και οι Τούρκοι έβαλαν στόχο να τους εξοντώσουν. Για να το καταφέρουν έδωσαν πολλά χρήματα στους Κοτζαμπάσηδες και τους έπεισαν να τους βοηθήσουν. Το 1802, ο βοεβόδας της Πάτρας έστειλε φιρμάνι στους Κοτζαμπάσηδες να σκοτώσουν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Νικόλαο Πετιμεζά. Ο Ζαΐμης είχε σχεδόν στα χέρια του τον Πετιμεζά και ο Δεληγιάννης έβαλε δυο προεστούς να ορκιστούν ότι θα σκοτώσουν τον Κολοκοτρώνη και προσπαθούσε επί μήνες να πετύχει τον σκοπό του.


Τον Σεπτέμβριο του 1803 ο Δεληγιάννης καταγγέλλει τον Κολοκοτρώνη ως Αρματωλό και συνεννοείται με τους Λαλαίους. Τον Μάρτη του 1804, 400 Τούρκοι αποκλείουν τους Κολοκοτρωναίους σε ένα χωριό και προσπαθούν να τους σκοτώσουν, γίνεται μάχη για δυο μέρες και το βράδυ έκαναν έξοδο και διέφυγαν. Οι Κολοκοτρωναίοι είχαν φτάσει κυνηγημένοι στην Τσακωνία και ζήτησαν από τους κοτζαμπάσηδες λίγα τρόφιμα, για να πάρουν την απάντηση: "για τα τομάρια σας έχουμε μοναχά βόλια!". Τότε οι Κολοκοτρωναίοι επιτέθηκαν και κατέκαψαν τα σπίτια των κοτζαμπάσηδων και όσων τους χτυπούσαν με τουφέκια. Οι προεστοί που επέζησαν ζήτησαν βοήθεια από τον διοικητή της Τριπολιτσάς κι αυτός έφτιαξε ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα. Ο Γέρος του Μοριά το 1805 κατέφυγε στη Ζάκυνθο για να επιστρέψει στην Πελοπόννησο το 1806. Στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης μαζί με πολλούς Σουλιώτες, Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιους στέλνουν αναφορά στον Αλέξανδρο, Αυτοκράτορα της Ρωσίας και του ζητούν να βοηθήσει να ελευθερωθεί η Ελλάδα.

Στα ρωσοκρατούμενα Επτάνησα



Στα ρωσοκρατούμενα Επτάνησα οι Ρώσοι τους πρότειναν να ενταχθούν στο ρωσικό στρατό και να πολεμήσουν τους Γάλλους στην Ιταλία. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν το δέχτηκε: "Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Αν θέλετε στρατιώτας δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σε υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδες στρατιώτας. Μια φορά εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μίαν δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας". Τότε κάποιοι Έλληνες πήγαν να πολεμήσουν στην Νάπολη.


Οι Τούρκοι στέλνουν αναφορές στον Σουλτάνο κι αυτός αναγκάζει τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αφορίσει τους Επαναστάτες. Ο Σουλτάνος έβγαλε φιρμάνι να σκοτωθούν όλοι οι κλέφτες και εντάθηκαν οι διωγμοί εναντίον τους με πρωτοστάτες τους προεστούς. Ο Πετιμεζάς, ο Ζαχαριάς και ο Γιαννιάς είχαν σκοτωθεί νωρίτερα και ο Κολοκοτρώνης έμεινε με 150 παλικάρια, κυνηγημένος από Τούρκους κι Έλληνες.

Οι Κολοκοτρωναίοι τα πληροφορήθηκαν και βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Πολλοί έλεγαν να καταφύγουν στη Ζάκυνθο. Όσοι από τους 150 δεν είχαν σκοτωθεί, χωριστήκαν σε ομάδες για να σωθούν λέγοντας ο ένας στον άλλο "καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο". Ο Κολοκοτρώνης ήταν με 19 συγγενείς του και κάποιον καπετάν Γιώργο. Σε δυο εβδομάδες πέθαναν όλοι όσοι δεν ήταν μαζί με τον Κολοκοτρώνη.

Αυτή την περίοδο σκοτώθηκαν περίπου 30 Κολοκοτρωναίοι, ενώ άλλοι 40 είχαν πεθάνει νωρίτερα στα προεπαναστατικά χρόνια (Ορλωφικά κτλ). Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατάφερε να διαφύγει στη Ζάκυνθο το 1807 παρά τις προδοσίες των Ελλήνων και το κυνήγι των Τούρκων.
Το 1810 κατατάχτηκε σε σώμα Ελλήνων εθελοντών του αγγλικού στρατού. Διακρίθηκε για τη δράση του ενάντια στους Γάλλους και πήρε τον βαθμό του Ταγματάρχη. Από εκεί προέρχεται και η επίσημη στολή με την χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία με τον λευκό σταυρό.